Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Μην βιάζεσαι...



"Μα γιατί να μου το κάνει εμένα αυτό;"
"Τι σου έκανε δηλαδή;" ρωτώ με ενδιαφέρον αν και "το έργο το έχω ξαναδεί"
"Δεν έπρεπε να μου μιλήσει έτσι Ερημίτη μου, δεν έπρεπε! Εγώ που έχω κάνει τόσες θυσίες για κείνον! Να μην αναγνωρίζει τίποτα πιά!"
"Μα είσαι σίγουρη οτι κατάλαβες καλά;"
"Πως δεν κατάλαβα! Για καμιά χαζή με περνάς;"
.........................
"Δεν μου άρεσε το σιωπηλό σχόλιο σου"
"Μου θυμίζεις το κοριτσάκι που το πήγαν στο νοσοκομείο..."
"Ποιο κοριτσάκι καλέ;"
"Α, δεν το ξέρεις; Άκου το λοιπόν:
Μια μέρα ο μπαμπάς αποφάσισε να πλύνει το καινούργιο του αυτοκίνητο. Ώρες αφιέρωνε να το καθαρίσει, να το γυαλίσει. Την ώρα λοιπόν που μάζευε τα εργαλεία του, έρχεται η μικρή κορούλα του, παίρνει μια πετρούλα και αρχίζει να γρατζουνίζει κάτι στην πόρτα του οδηγού πάνω. Ακούει εκείνος τον ήχο και τρέχει κρατώντας ένα μεγάλο γαλλικό κλειδί. Με αυτό χτυπά δυνατά το χέρι της μικρής. Πέφτει κάτω η πέτρα και μαζί τα σπασμένα δάχτυλα από το χέρι της.
Μόλις συνήλθε την μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο.

Εκεί οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να της αφαιρέσουν όλα τα δάχτυλα.
Όταν συνέρχεται από την νάρκωση, ανοίγει τα μάτια της, βλέπει το χέρι της και με την παιδιάστικη αφέλεια ρωτάει τον πατέρα της:
"Μπαμπά, πότε θα μεγαλώσουν τα δάχτυλά μου;"
Μην αντέχοντας άλλο εκεί μέσα, φεύγει ο πατέρας και πηγαίνει στο αυτοκίνητό του. Ξεσπά επάνω του με κλωτσιές, μπουνιές.
Ξαφνικά το βλέμμα του πέφτει πάνω στην πόρτα με τις γρατσουνιές.
Πλησιάζει πιο κοντά.
Ήταν κάτι γραμμένο. Έλεγε:
"Μπαμπά, σ' αγαπώ"
"Θέλω να μου το ξαναπείς Ερημίτη μου, να μου το ξαναπείς για να μπορέσω να βρώ την δύναμη να ζητήσω συγνώμη....

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

σαν το κερί και το σπίρτο


"Δεν την καταλαβαίνω την αγάπη Ερημίτη!"
"Τι εννοείς;" ρώτησα την μικρή μου επισκέπτρια
"Είναι τόσο περίπλοκη... δεν ξέρω πως να ενεργήσω, τι να πω...τα αισθήματα μου δεν γνωρίζω...με μπερδεύει τόσο πολύ!"
"Σου έχω μιλήσει για το σπίρτο και το κερί;"
"Για την αγάπη πες μου!"
"Μα γι' αυτό θα σου πω:
Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.

«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».

Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..

Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι!
Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!!
-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»;
-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»!
Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν...
Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα.
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά.
Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα.
Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν.
Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα.
Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια.
-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο.
Και τότε τρόμαξαν...
-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»;

Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε!
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά.
Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους.
Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη...
Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων.
Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο!
Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο...
Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε.
-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»!
-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι...
-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα!
-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί...
-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο!
Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν...
-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»!
-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο.
Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά...
Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε!
-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή!
Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη!
Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα.
Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
-«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»!
Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα.
-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»!
Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί...
Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια...
Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο..."
"Ευχαριστώ Ερημίτη, για άλλη μια φορά! Εύχομαι να μην την εγκαταλείψεις ποτέ!

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Γιατί;


"Δεν μπορώ να το καταλάβω Ερημίτη, δεν μπορώ!"

"Ποιο; Τι έγινε πάλι;"

"Να, πως γίνεται, εγώ που είμαι τόσο καλός άνθρωπος με αξίες και ιδανικά να βασανίζομαι τόσο, ενώ άλλοι βουτηγμένοι μέσα στην αδικία να πετυχαίνουν;"

"Κατάλαβα! Τα ανεξιχνίαστα ερωτήματα της ζωής!"

"Μην κοροιδεύεις! Με θυμώνει αυτό, που δεν μπορώ να το εξηγήσω!"

"Να σου πω μια ιστορία"

"Δεν θέλω να μου πεις ιστορία. Να μου το δώσεις να το καταλάβω θέλω."

"Με την ιστορία. Άκου:"

"Δύο άγγελοι που ταξίδευαν σταμάτησαν να περάσουν την νύχτα σε ένα σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Η οικογένεια ήταν αγενής και αρνήθηκε στους αγγέλους να μείνουν στο δωμάτιο των ξένων της βίλας. Αντιθέτως, έδωσαν στους αγγέλους ένα μικρό μέρος σε ένα κρύο υπόγειο. Καθώς εκείνοι έφτιαχναν τα κρεβάτια τους στο σκληρό πάτωμα, ο μεγαλύτερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε. Όταν ο μικρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί, ο μεγαλύτερος απάντησε: " Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται".....


Την επόμενη νύχτα το ζευγάρι των αγγέλων ήρθε να ξεκουραστεί σε ένα πολύ φτωχικό σπίτι αλλά ο αγρότης και η γυναίκα του ήταν πολύ φιλόξενοι. Αφού μοιράστηκαν τη λίγη τροφή που είχαν, το ζευγάρι των αγγέλων κοιμήθηκε στο κρεβάτι τους όπου μπορούσε να έχει μια ξεκούραστη νύχτα. Όταν βγήκε ο ήλιος, το επόμενο πρωί οι άγγελοι βρήκαν τον αγρότη και την γυναίκα του να κλαίνε. Η μοναδική τους αγελάδα της οποίας το γάλα ήταν το μόνο τους εισόδημα ήταν νεκρή στο λιβάδι.

Ο μικρότερος άγγελος ήταν αναστατωμένος και ρώτησε το μεγαλύτερο πως ήταν δυνατόν και άφησε να γίνει κάτι τέτοιο.


Ο πρώτος άντρας είχε τα πάντα και παρόλα αυτά τον βοήθησες, τον κατηγόρησε εκείνoς. Η δεύτερη οικογένεια είχε ελάχιστα και όμως ήταν πρόθυμη να μοιραστεί τα πάντα και εσύ άφησες την αγελάδα να πεθάνει... "Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται", απάντησε ο μεγαλύτερος άγγελος.


"Όταν μείναμε στο υπόγειο της βίλας, πρόσεξα πως ήταν χρυσός αποθηκευμένος σε εκείνη την τρύπα στον τοίχο. Μια και ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο άπληστος και δεν είχε τη διάθεση να μοιραστεί την καλή του τύχη, σφράγισα τον τοίχο ώστε να μην μπορεί να βρει το χρυσό. Εχθές τη νύχτα καθώς κοιμόμασταν στο κρεβάτι του αγρότη ήρθε ο άγγελος του Θανάτου για την γυναίκα του, κι εγώ έδωσα στη θέση της την αγελάδα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται".


Μερικές φορές αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν τα πράγματα δεν έχουν το αποτέλεσμα που πρέπει. Αν έχεις πίστη, θα πρέπει να μάθεις να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις ότι το κάθε αποτέλεσμα είναι πάντα προς όφελός σου. Μπορεί να μην το ξέρεις παρά μονάχα πολύ αργότερα."


"Τι να πω..."

"Να πεις οτι... αλήθεια τι να πει αγαπητοί συνοδοιπόροι;"

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Το μάθημα από την πεταλούδα



Ένας άνδρας βρήκε το κουκούλι μιας πεταλούδας.

Μια μέρα εμφανίστηκε ένα μικρό άνοιγμα.

Κάθισε και παρακολουθούσε την πεταλούδα για αρκετές ώρες,

καθώς εκείνη προσπαθούσε να περάσει το σώμα της μέσα από το μικρό άνοιγμα.

Ύστερα σταμάτησε. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.

Έτσι ο άνδρας απόφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα.

Πήρε ένα ψαλίδι και

έκοψε τα κομμάτια από το κουκούλι.

Η πεταλούδα βγήκε εύκολα αλλά

είχε πρησμένο σώμα και καχεκτικά φτερά.

Ο άνδρας συνέχισε να την παρακολουθεί,

περιμένοντας οτι όπου ναναι τα φτερά της θα μεγαλώσουν

και θα απλωθούν αρκετά για να στηρίξουν το σώμα.

Τίποτα δεν έγινε.

Στην πραγματικότητα η πεταλούδα πέρασε την υπολοιπη ζωή της

μπουσουλώντας εδώ κι εκεί

δίχως να μπορέσει να πετάξει.

Εκείνο που δεν κατάλαβε ο άνδρας

μέσα στην κσλωσύνη και την βιασύνη του ήταν αυτό:

Το κουκούλι που αντιστέκονταν και η προσπάθεια

που χρειαζόταν από την πεταλούδα να περάσει μέσα από το άνοιγμα

ήταν ο τρόπος να πιέσει το υγρό από το σώμα

μέσα στα φτερά, ώστε αυτά να είναι έτοιμα

για να πετάξουν όταν θα το κατάφερνε αυτό.

Μερικές φορές οι προσπάθειες είναι ακριβώς αυτό

που χρειαζόμαστε στη ζωή μας.

Περνώντας μέσα από τη ζωή

δίχως εμπόδια να μας ταλαιπωρούν

δεν θα είμασταν τόσο δυνατοί όσο θα έπρεπε
και δεν θα πετούσαμε ποτέ.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009


"Πού πάμε Ερημίτη μου;"
"Τι εννοείς;" ρώτησα τον συνοδοιπόρο μου, αν και κατάλαβα που οδηγούσε την συζήτηση
"Λέω, ποιος είναι ο στόχος, ο προορισμός μας. Βαδίζουμε..βαδίζουμε... και μη μου πεις κι εσύ για Ιθάκη, επειδή δεν είναι αυτό που θέλω να ακούσω"
"Γιατί, τι έχει η Ιθάκη, υπέροχο νησί μα την αλήθεια!" τον πείραξα λίγο
"Ελα, έλα, πες μου!"
"Γιατί το ρωτας; Τι συνέβη;"
"Δεν ξέρω, αισθάνομαι οτι δεν είμαι αρκετός...δεν μπορώ να το εξηγήσω....πηγαίνω, έρχομαι, ψάχνω, ρωτώ, αναθεωρώ και πάλι από την αρχή...δεν βλέπω τέρμα"
"Χμμ...στο Μεξικό έχεις πάει;"
"Μπορείς να σταματήσεις να με πειράζεις; Εχεις κάτι να μου πεις;"
"Να υποθέσω λοιπόν οτι δεν έχεις πάει. Κρίμα. Τότε, δεν πειράζει, θα σου πω εγώ για ένα περιστατικό που έγινε εκεί.
Μια βάρκα άραξε στην προκυμαία της μικρής πόλης του Μεξικού.
Βγαίνει από μέσα ένας ψαράς με ένα πανέρι ψάρια. Τον πλησιάζει κάποιος Αμερικάνος τουρίστας, κοιτάζει την ψαριά και λέει στον μεξικανό:
- Γιατί γύρισες με τόσα λίγα ψάρια;
- Δεν είναι λίγα, μας φτάνουν για σήμερα, του λέει εκείνος
- Αν όμως έμενες λίγο περισσότερο στη θάλασσα θα μπορούσες να πιάσεις περισσότερα.
- Σου είπα, απάντησε ξανά, μου φτάνουν για τις ανάγκες της οικογένειάς μου.
- Καλά, και τι θα κάνεις την υπόλοιπη μέρα;
- Τι θα κάνω; Ότι κάνω και τις άλλες μέρες. Κοιμάμαι μέχρι αργά, ψαρεύω λιγάκι, παίζω με τα παιδιά μου, ξαπλώνω με τη γυναίκα μου το μεσημέρι, το απόγευμα πάμε τη βόλτα μας, βλέπω τους φίλους μου, πίνουμε κανένα ποτηράκι, κιθαρίτσα, τραγουδάκια...αυτά.
- Να σου πω, του λέει ο Αμερικάνος, είμαι απόφοιτος του ΜΙΤ και μπορώ να σε βοηθήσω να βγάλεις πολύ περισσότερα χρήματα. Να ξεκινήσεις να ψαρεύεις για περισσότερη ώρα, να πουλάς τα ψάρια σου, να πάρεις μια μεγαλύτερη βάρκα.
- Και μετά;
- Μετά, θα αγοράσεις και άλλη βάρκα, θα φτιάξεις ένα στόλο, θα διαπραγματεύεσαι τα ψάρια σου κατευθείαν δίχως μεσάζοντες και ύστερα θα αποκτήσεις πολλά χρήματα και θα φύγεις από αυτό το μικρό χωριό. Θα μετακομίσεις στην Νέα Υόρκη και θα διευθύνεις από εκεί τις επιχειρήσεις σου.
- Και μετά;
- Μετά φίλε μου αρχίζει το ενδιαφέρον. Θα αγοράζεις και θα πουλάς μετοχές εκατομμυρίων.
-Εκατομμυρίων; ενδιαφέρον είπε ο ψαράς, και μετά;
- Μετά, θα πάρεις σύνταξη, θα πας σε ένα μικρό χωριό, θα ψαρεύεις λιγάκι, θα βλέπεις τα παιδιά σου, την γυναίκα σου, θα βλέπεις τους φίλους σου, θα πίνετε κανένα ποτάκι, θα παίζεις κιθαρίτσα, θα κοιμάσαι μέχρι αργά...
"Ερημίτη μου σε ευχαριστώ πολύ... μπορεί να έχω φτάσει ηδη εκεί που πηγαίνω....Να είσαι καλά!!!

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

να μπορούσα να δω!



Άκου αυτή την ιστορία, φίλε συνταξιδιώτη.
Ίσως κάπου μέσα της ανακαλύψεις τον εαυτό σου.

Ήταν μια φορά ένα τυφλό κορίτσι που μισούσε τον εαυτό του επειδή ήταν τυφλό. Μισούσε τους πάντες, εκτός από το αγαπημένο της αγόρι. Εκείνος ήταν πάντα δίπλα της σε όλα.
Λέει μια μέρα στο αγόρι της: "Αν μπορούσα έστω μια φορά να δω τον κόσμο, θα σε παντρεύομουν".
Σε λίγο καιρό, κάποιος της έκανε δώρο ένα ζευγάρι μάτια. Οταν τέλειωσε η επέμβαση και ήρθε η ώρα να βγάλει τους επίδεσμους, μπορούσε να δεί τα πάντα. Και το αγόρι της.
- Θα με παντρευτείς; Τώρα που μπορείς να δεις τον κόσμο; την ρώτησε εκείνος γεμάτος προσμονή.

Το κορίτσι κοίταξε το αγόρι της και είδε οτι είναι τυφλός. Στην θέα των κλειστών βλεφάρων του, έπαθε σοκ.Δεν το περίμενε αυτό. Η σκέψη οτι θα έβλεπε αυτά τα κλειστά μάτια την υπόλοιπη ζωή της, την οδήγησε στο να αρνηθεί να τον παντρεφτεί.

Το αγορι της έφυγε με δάκρυα στα μάτια και κάποιες μέρες αργότερα της έστειλε ένα σημείωμα που έλεγε: ¨Πρόσεχε τα μάτια σου αγαπημένη μου, επειδή πριν γίνουν δικά σου, ήταν δικά μου"

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

τι θα διάλεγες;


Εχθές το πρωί, μια ομάδα από τα υψηλά κλιμάκια μιας εταρίας αποφάσισαν να επισκεφτούν τον παλιό τους καθηγητή από το Πανεπιστήμιο. Η συζήτηση γρήγορα στράφηκε στα παράπονα για το στρές στην δουλειά και στη ζωή.
Ο καθηγητής προσφέρθηκε να σερβίρει καφέ στους παλιούς του φοιτητές, οπότε πήγε στη κουζίνα και επέστρεψε με μια μεγάλη κανάτα με καφέ και ένα σετ από φλυτζάνια. Από τα οποια άλλα ήταν από πορσελάνη, άλλα από πλαστικό άλλα από γυαλί και άλλα από κρύσταλλο. Μερικά ήταν φτηνά άλλα ακριβά και άλλα ξεχωριστά. Τα έβαλε λοιπόν σε ένα δίσκο και είπε στους φοιτητές του να πλησιάσουν για να σεβιριστούν.

Όταν όλοι τους είχαν στο χέρι τους ένα φλιτζάνι καφέ, ο καθηγητής είπε:

- Αν παρατηρήσατε πήρατε όλα τα ακριβά φλυτζάνια και αφήσατε τα απλά και όσα έμοιαζαν φτηνά. Ενώ είναι φυσιολογικό να θέλετε το καλύτερο για τον εαυτό σας, αυτό είναι το η πηγή του στρες σας. Αυτό που θέλατε όλοι ήταν ο καφές, όχι το φλυτζάνι, αλλά εσεις συνειδητά κλίνατε στα καλύτερα φλυτζάνια και ακομα χειρότερα, κοιτάζατε να δείτε μήπως ο διπλανός σας πήρε καλύτερο φλυτζάνι από σας,

- Λοιπόν, συνέχισε ο καθηγητής, αν η ζωή είναι καφές,τότε οι δουλειές, τα χρήματα και η καριέρα είναι τα φλυτζάνια. Είναι απλά και μόνο εργαλεία που συγκρατούν και περιέχουν τη ζωή, όμως η ποιότητα της ζωής δεν αλλάζει. Μερικές φορές, με το να επικεντρώνεσαι μόνο στο φλυτζάνι, χάνεις την δυνατότητα να απολάυσεις τον καφέ που είναι μέσα σε αυτό!!!!
Οπότε παιδιά, μην αφήνετε τα φλυτζάνια να σας κατευθύνουν, αντι γι' αυτά απολάυστε το καφέ!

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Κουράστηκε από τις φωνές


"Κουράστηκα από τις φωνές και τα ουρλιαχτά Ερημίτη"
"Σωστα μιλάς, την αλήθεια βλέπεις" της λέω με αγάπη.
"Μίλα μου, πες μου κάτι" με παρακάλεσε. Έτσι όπως λένε και στο Γεροντικό.

Φέρνω από την βιβλιοθήκη μου ένα βιβλίο με ποιήματα και διαβάζω:
"Πήγαινε σε ένα μέρος, εκεί που δεν πηγαίνουν οι τουρίστες.
Μην πάρεις μαζί σου αποσκευές, κινητά.
Ούτε ταυτότητα.

Πάρε μόνο όσα μπορείς να κουβαλήσεις στην πλάτη σου.

Αν είσαι τυχερός, δεν θα επιστρέψεις.
Η, αν αποτύχεις θα γυρίσεις άλλος άνθρωπος.

Μπες μέσα στο δάσος, εκεί που δεν σε βρίσκει ο χάρτης,
εκεί που δεν υπάρχει κανένας θόρυβος παρα μονάχα ο ήχος της βροχής που έρχεται.
Ασε τα βήματα σου να σε οδηγήσουν στην είσοδο κάποιας σπηλιάς. Στάσου εκεί και άκου, όσα η σπηλιά έχει να σου πει.
Κάθησε εκεί.
Άκου.
Γι΄αυτή την στιγμή γεννήθηκες.
Γι' αυτή την στιγμή η Ζωή σε κάλεσε σε τούτο το μέρος.
Κάθησε.

Άκου.

Ο εαυτός σου, να γίνει η προσευχή σου."

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Ο Μιχάλης και το μάθημα


Δεν θυμάμαι να σας έχω πει για τον φίλο μου τον Μιχάλη.
Είναι ώρα λοιπόν να σας πω γι' αυτόν.
Ο Μιχάλης είναι από τους τύπους που δεν τους αντέχεις για πολύ. Ιδίως ,αν είσαι άνθρωπος μίζερος, τότε σίγουρα τα νεύρα σου θα τα κάνει χάλια.
Πάντα θα βρει να σου πει κάτι το θετικό, σε ο,τι και να σου συμβαίνει.
Αφού λοιπόν τον παρακολούθησα για λίγο, να βεβαιωθώ, αποφασίζω να τον ρωτήσω πως τα καταφέρνει και πάντα βλέπει τη ζωή τόσο θετικά. Μου λέει λοιπόν:
"Το πρωί που ξυπνώ, λέω στον εαυτό μου: Μιχάλη έχεις δύο επιλογές, η να είσαι καλά ή να είσαι χάλια. Έτσι διαλέγω να είμαι καλά. Επιλέγω να μην είμαι το θύμα αλλά να διδάσκομαι από τις καταστάσεις"
" Τα πάντα είναι θέμα επιλογών", μου λέει. "Τα γεγονότα από μόνα τους δεν έχουν καμιά σημασία. Εκείνο που τα κάνει σημαντικά ή όχι είναι η στάση μας απέναντί τους".
Ύστερα από αυτή τη κουβέντα, χαθήκαμε με τον Μιχάλη.
Κάποια χρόνια πέρασαν και μια μέρα έμαθα ότι είχε πάθει ένα σοβαρό ατύχημα. Ενώ εργαζόταν σε μια κολώνα της ΔΕΗ, έπεσε από ύψος 20 μέτρων.
18 ώρες χειρουργείο, αρκετές εβδομάδες στην εντατική.
Όταν βγήκε άφησα να περάσει ένα εξάμηνο και πήγα να τον δω.
Μέσα σε όλα, τον ρώτησα τι του πέρασε από το μυαλό την ώρα που έπεφτε.
Μου είπε: "Η κόρη μου που θα γεννιόταν σε λίγο καιρό. Όταν ήμουν πεσμένος στην άσφαλτο, σκέφτηκα ότι είχα δύο επιλογές: να ζήσω ή να πεθάνω. Αποφάσισα να ζήσω. Οι νοσηλευτές ήταν όλοι υπέροχοι. Μόνο, όταν είδα στα πρόσωπά τους την έκφραση που είχαν μετά την αξονική, τότε τρόμαξα."
"Ανάμεσά τους", συνέχισε, "ήταν μια μεγαλόσωμη νοσοκόμα που μου φώναξε δυνατά. Μέσα σε όλα με ρώτησε αν ήμουν αλλεργικός σε κάτι. Οι γιατροί γύρω σταμάτησαν ό,τι έκαναν και περίμεναν την απάντησή μου για να ξέρουν πως θα συνεχίσουν.
Και βέβαια είμαι, της απάντησα με όλη την δύναμή μου.
Είμαι αλλεργικός στην βαρύτητα!!"
Και ενώ γελούσαν τους είπα: "Διαλέγω να ζήσω. Να με χειρουργήσετε σαν να είμαι ζωντανός και όχι σαν να είμαι πεθαμένος".

Ο Μιχάλης έζησε, χάρη στους γιατρούς και την προσωπική του στάση απέναντι στη ζωή.
Από τον Μιχάλη διδάχτηκα οτι αυτό που μετράει τελικά είναι η διάθεσή μας απέναντι στη ζωή.