Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Η Νικολία

Σήμερα θα σας πω μια ιστορία. Το έχει η μέρα. Εχει κάτι... κάτι...

Κάπου εκεί γύρω στο 1922, είχε γεννηθεί η Νικολία. Ένα όμορφο
κοριτσάκι με λεπτά και ευγενικά χαρίσματα. Όταν γεννήθηκε, οι γονείς
της είχαν καλέσει όλους τους φίλους και τους συγγενείς για να δείξουν
τη χαρά τους για την έλευση του νέου μέλους στην οικογένεια. Κι ήρθαν
όλοι. Οι γονείς του ζευγαριού, ξαδέλφια, φίλοι του ζευγαριού που ήταν
μαζί από το σχολείο, όλοι ήταν εκεί. Κανείς δεν έλειπε.

Ξαφνικά, κι αφού είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος, κάποιος τους χτύπησε το
κουδούνι. Άνοιξαν, χαμογελώντας, με ένα ποτήρι λευκό κρασί στο
αριστερό χέρι, για να αντικρίσουν έναν ρυτιδιασμένο γεράκο που φορούσε
μία υφασμάτινη ρόμπα με κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του, και με μία
κούπα με λίγα νομίσματα μέσα.

Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Γενικότερα, έδιναν πού και πού μερικά
ψιλά όταν έβρισκαν κάποιον επαίτη στο δρόμο. Σήμερα, όμως ήταν μέρα
γιορτής. Το θεώρησαν κακοτυχία να μην βάλουν τον άνθρωπο αυτό στο
σπίτι τους και να τον κεράσουν κάτι.

Ο άνθρωπος, μπήκε μέσα με το δεξί, πήρε το ποτήρι που του έδωσαν και
ήπιε το περιεχόμενό του. Το άφησε αθόρυβα στο τραπέζι κι ύστερα
πλησίασε το μωρό. Ο πατέρας σηκώθηκε επίσης για να δει τί θέλει ο
ξένος να κάνει. Ο τελευταίος τον κοίταξε και σήκωσε το χέρι του
κάνοντας ένα νεύμα καθησυχασμού προς τον πατέρα. Έπειτα, άδειασε το
περιεχόμενό της κούπας που μετέφερε μαζί του στο ελεύθερο χέρι του.
Πήρε τα 5 νομίσματα που είχε μέσα και τα άφησε κυκλικά γύρω από το
κεφαλάκι του νεογέννητου κοριτσιού. Τα νομίσματα είχαν ένα χρώμα σαν
της σκουριάς. Έκανε μία κίνηση πάνω από το μικρό της σώμα με το χέρι
του, χαιρέτησε τους γονείς της και έφυγε από το σπίτι τους.

Περνούσε ο καιρός και το κοριτσάκι μεγάλωνε. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια
το χειμώνα και οι γονείς της ήταν περήφανοι γι' αυτήν. Τα καλοκαίρια,
αντίθετα, πήγαινε στο εξοχικό της. Αγαπημένο της παιχνίδι τότε ήταν να
τρέχει στην προκυμαία και όταν φτάνει στην άκρη της να πηδάει με τα
χέρια ψηλά και να πέφτει στο νερό. Τις Κυριακές πήγαινε στην εκκλησία.
Έμπαινε μέσα και κοίταγε την απεικόνιση του Θεού στην οροφή. Καμιά
φορά Του μιλούσε κιόλας. Κάθε χειμώνα ήταν καλή μαθήτρια. Κάθε
καλοκαίρι βουτούσε από την προκυμαία. Τις Κυριακές στην εκκλησία.
Μέχρι που έγινε 14χρονών...

Κι ερωτεύτηκε για πρώτη φορά... Κι επιθύμησε ένα αγόρι για πρώτη
φορά... Και προσπάθησε να συνάψει σχέση μαζί του για πρώτη φορά... Και
το αγόρι, επειδή ήταν ρομαντική, δεν την ήθελε καμία φορά.

Κι εκείνη έκλαψε μπροστά στο Θεό ζητώντας Του να τη βοηθήσει. Όμως ο
Θεός δεν φάνηκε να την άκουσε. Κι εκείνη έκλαψε ξανά. Όμως ο Θεός ούτε
τότε φάνηκε να την ακούει. Κι η κοπέλα θύμωσε κι αποφάσισε να γίνει
σαν τις άλλες κοπέλες της ηλικίας της. Και είπε στο αγόρι που ήθελε
ότι είναι έτοιμη να του δοθεί. Κι αυτός άρπαξε την ευκαιρία με την
πρώτη φορά που το άκουσε.

Κι όταν μείνανε μόνοι τους και την άγγιξε, αυτή έβαλε τα κλάματα,
ντύθηκε, και έφυγε. Και δεν του ξαναμίλησε καμία φορά έκτοτε.

Αλλά εκείνο το βράδυ, πραγματικά βλαστήμησε το Θεό. Έκλαψε και πάλι
μπροστά Του για τρίτη φορά. Κι ο Θεός πάλι δε φάνηκε να την ακούει. Κι
η κοπέλα Τον μίσησε τότε. Και του φώναξε χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη
της φωνής της “Αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω, γιατί ούτε να
αμαρτήσω δε με αφήνεις; Γιατί δε με αφήνεις να γίνω όπως όλες οι άλλες
που έχουν σχέση; Γιατί με γεμίζεις με τύψεις και δε με αφήνεις να
προχωρήσω;”.

Κι η κοπέλα σταμάτησε να κλαίει... Έσφιξε της γροθιά της κι έσβησε τα
αναμμένα κεριά του δωματίου της με τα δάκρυά της. Και δεν ξαναπάτησε
στην εκκλησία καμία φορά. Και δεν ξαναβούτηξε από την προκυμαία καμιά
φορά.

Ώσπου...

Μετά από πολλά πολλά χρόνια, η Νικολία είχε πλέον γεράσει. Είχε 3
αποτυχημένους γάμους. Παιδιά δεν είχε από κανέναν από αυτούς. Κανένας
δεν την είχε αγαπήσει πραγματικά. Κι είχε απομακρυνθεί από τους
ανθρώπους γενικότερα. Οι μεν γυναίκες της ηλικίας της κουτσομπόλευαν η
μία την άλλη ή συζητούσαν για τα φάρμακα που έπαιρναν. Τους δε άντρες,
τους είχε σιχαθεί λόγω παρελθόντος. Κι αυτή ήταν γερασμένη και
ρυτιδιασμένη και δε μπορούσε να κουνηθεί με μεγάλη ευκολία, αλλά δεν
το φώναζε από εδώ κι από εκεί! Όχι πως της είχε μείνει και κανένας
δηλαδή για να το φωνάξει.

Όμως, όσο κι αν τόσα χρόνια είχε αλλάξει συνήθειες, μετά από εκείνη τη
μέρα των δεκατεσσάρων χρόνων της, αυτό που δεν είχε αλλάξει, και δεν
ήθελε να το αλλάξει, ήταν το μέρος του εξοχικού κι εκείνη την παραλία
με την προκυμαία όπου πήγαινε από μικρή.

Καθισμένη στο καρεκλάκι της στην παραλία, ξαφνικά είδε έναν
ρυτιδιασμένο γεράκο που φορούσε υφασμάτινη ρόμπα και κρατούσε μία
κούπα στο δεξί του χέρι και σκέφτηκε “Τί να θέλει αυτός τώρα; Λεφτά θα
θέλει σίγουρα. Λες κι όλοι όσοι μου απλώνουν το χέρι, πρέπει εγώ να
τους δίνω!”. Και γύρισε από την άλλη.

Ο γεράκος την πλησίασε, κι αφού προσπέρασε τη ματιά της, τη ρώτησε αν
του επιτρέπει να καθίσει δίπλα της γιατί είναι πολύ κουρασμένος.
Εκείνη του απάντησε ενοχλημένη “Όχι, όχι. Κάτσε” και τράβηξε την
τσάντα της, όχι τόσο για να του κάνει χώρο, αλλά μάλλον για να μην τη
λερώσει ο γέρος. “Ποιος ξέρει τί έχει αγγίξει πριν αυτός!”.

Αφού κάθισαν λίγο δίπλα-δίπλα χωρίς να μιλάει κανείς, ο γέρος είπε
μιλώντας, μάλλον, στο κενό “Σε άκουσα”. Η γυναίκα σκέφτηκε τότε “Α
ωραία! Και τρελός και ζητιάνος και βρωμιάρης!”. Εκείνος όμως μετά από
λίγο ξαναείπε “Σε άκουσα”. “Ορίστε;” του είπε η γυναίκα ενοχλημένη.

-Σε άκουσα λέω. Κάθε φορά.
-Εμένα; Μα δε μίλησα.
-Ναι, τώρα δε μίλησες. Βασικά πάει καιρός από την τελευταία φορά που
μίλησες. Μιλάω για τότε που μίλαγες. Σε άκουγα.

Τα μάτια της γυναίκας φάνηκαν να κοιτάζουν τον γέρο αλλά ουσιαστικά
κοίταζαν το κενό προσπαθώντας να καταλάβουν τί σήμαιναν τα λόγια του.

-Δε σας έχω ξαναδεί κύριε. Μάλλον θα με μπερδεύετε με άλλη, του είπε τελικά.
-Ναι ξέρω. Δε με έχεις ξαναδεί. Αυτό όμως δε με εμπόδιζε πάντα να σε ακούω.
-Ε δε σας καταλαβαίνω! Μα τω Θθθθ....
-Αυτό εδώ το βλέπεις; της είπε τείνοντας απότομα την κούπα του προς το
μέρος της πριν τελειώσει τη φράση της.
-Ναι. Νερό είναι.
-Για δες καλύτερα.
-Δε θέλω άνθρωπέ μου! κάνοντας μια κίνηση που παραλίγο να
αναποδογυρίσει την κούπα.
-...
-...
-Μάλιστα...
Ο γέρος άφησε την κούπα του στο πεζουλάκι που καθόταν και έφυγε. Δεν
είχε όμως τελειώσει ακόμη την παράστασή του.

Η γυναίκα αναστατωμένη από τον γέρο άρπαξε την κούπα για να πάει να
την πετάξει. Κι όταν την έπιασε με τα δυο της χέρια άκουσε μία φωνή να
της λέει “Νικολία! Μην το κάνεις!”. Παραξενεύτηκε. Κανείς δεν ήξερε το
όνομά της. Κι όσοι το ήξεραν είχαν πεθάνει από γηρατειά ή από
ασθένειες. “Νικολία! Μην το κάνεις”, ξανάκουσε και αναγνώρισε ότι η
φωνή ήταν από κάποιο μικρό παιδάκι. Έψαξε τριγύρω, αλλά κανένα δεν τη
φώναζε. “Θα με επηρέασε αυτός ο τρελόγερος”, σκέφτηκε.

Έπιασε και πάλι την κούπα με τα δύο της χέρια και έριξε μια γρήγορη
ματιά στο περιεχόμενό της και πάλι πριν το πετάξει. Και τότε την
είδε...

Ήταν ίδια! Ίδια όπως τότε! Το ίδιο αγνή! Το ίδιο... Το ίδιο ανθρώπινη!
Είχε βέβαια μερικές ρυτίδες παραπάνω, αλλά δεν είχε αλλάξει κάτι από
το κοριτσάκι που ήταν παλιά. Εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που
έπαιζε, έτρεχε, μίλαγε. Εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που πίστευε
σε κάτι. Σε κάτι διαφορετικό από την εκ φύσεως κακία του ανθρώπου.

Ο γέρος έβαλε το χέρι του γύρω από την πλάτη της, την αγκάλιασε και
της είπε “Σου είπα ότι σε άκουγα. Κάθε φορά! Και, κάθε φορά, τα δάκρυα
που έχυνες επειδή ήσουν σωστή, κάτι το οποίο δεν άρεσε στους άλλους,
τα μάζευα και τα χρησιμοποιούσα για να διατηρήσω την ψυχή σου όσο πιο
αγνή μπορούσα. Αυτά εδώ μέσα είναι τα τελευταία που μου μείναν...”.

Η Νικολία κατάλαβε τότε... “Όμως... γιατί;” ψιθύρισε. “Θα σου πω μόλις
φύγουμε”, της είπε.”Έλα! Είναι ώρα!”. Η Νικολία συνεχίζοντας να
κοιτάει το περιεχόμενο του δοχείου που είχε στα χέρια της ψέλλισε
“Και πού θα πάμε;”. “Κάπου μακριά από εδώ. Κάπου που σε περιμένουν
όσοι σε αγάπησαν”. “Και όσοι με πλήγωσαν;” ρώτησε. “Δε θα τους βρεις
εκεί”. “Πάμε τότε”, του είπε και του έδωσε την κούπα του.

-Όμως θέλω να κάνεις κάτι τελευταίο για μένα Νικολία.
-Και τί είναι αυτό;
-Θέλω να σε ξαναδώ να τρέχεις και να βουτάς από την προκυμαία με τα χέρια ψηλά.
-Ααχχ... Μακάρι να μπορούσα. Όμως έχω γεράσει. Δε μπορώ να κάνω τέτοια
πράγματα πια. Μακάρι να μπορούσα.
-Το μυαλό σου φτιάχνει τα πάντα. Κι αυτό φτιάχνει και τα όριά του.
Ξεπέρασέ τα! Άμα σου λέω να το κάνεις, σημαίνει ότι ξέρω πως μπορείς.
-Εντάξει! Ας προσπαθήσω!, του είπε με ένα χαμόγελο, αφού το σκέφτηκε λίγο.

Περπάτησε ως την μία άκρη της προκυμαίας. Αυτή που ήταν κοντά στη
στεριά. Στράφηκε έπειτα προς τη θάλασσα. “Είσαι εδώ;” ψέλλισε. “Εδώ
είμαι” της είπε η οπτασία του γέρου. “Ωραία... Πάμε”.

Κι έβαλε τα δυνατά της. Κι έτρεξε όσο πιο καλά μπορούσε. Κι όταν
έφτασε στην άκρη, έβαλε όλη της τη δύναμη στο πόδι που πατούσε στο
έδαφος και πήδηξε ψηλά! Κι είχε και τα χέρια ψηλά. Κι όσο έτρεχε,
ένιωθε τα χρόνια που βάρυναν το σώμα της, να φεύγουν και να μένουν
πίσω. Κι όταν πήδηξε τελικά, ένα χέρι την έπιασε προτού τα πόδια της
ακουμπήσουν το νερό. Κι εκείνη κοίταξε ψηλά. Κι είδε το γέρο, που μόνο
γέρος δεν ήταν, να την κρατάει σταθερά, να της χαμογελάει και να της
λέει “Κοίταζε εμένα! Μην κοιτάς κάτω!”. Και εκείνη δεν κοίταξε.

Και την επόμενη ημέρα και για τις επόμενες βδομάδες, οι ντόπιοι, όλοι,
μιλούσαν για την τρελόγρια που πήδηξε από την προκυμαία στα βράχια και
σκοτώθηκε με 5 χρυσά νομίσματα στο δεξί της χέρι.

Ο παράδεισος όμως γιόρταζε μία ακόμη έλευση...
vουτιά.jpg

4 σχόλια:

Lilith είπε...

Το πιο δύσκολο πράγμα σ' αυτό τον κόσμο, είναι να κάνεις το σωστό.
Πρέπει να δεθείς μόνος σου στο κατάρτι για να μην παρασυρθείς απ' τις "σειρήνες"!
Και όταν είσαι μικρός, κλονίζεσαι...
Δεν ξέρεις ποιο είναι τελικά το σωστό. Αυτό που σου λέει η φωνή στο κεφάλι σου να κάνεις ή αυτό που κάνει ο όχλος γύρω σου.
Εκεί φαίνεται η δύναμη της ψυχής Δημήτρη!
Πολύ λίγοι αντιστέκονται.

Όμορφη ιστορία :).
Καλή Κυριακή και καλό μήνα!

Δημητρης είπε...

Το πρώτο και σημαντικό για μένα Λίλιθ και θέλω να σου το πω, είναι οτι είχες την υπομονή να διαβάσεις την ιστορία μέχρι τέλους!
Αυτό ο Ερημίτης το εκτιμά πολύ και αξιολογεί τον εσωτερικό σου κόσμο!!
Πίστεψε με είναι στ' αλήθεια πολύ σημαντικό. Η δύναμη της ψυχής φαίνεται και σε αυτό. Μπορείς να το επεικετίνεις σε πολλούς τομείς της ζωής.
Οσο για αυτή την ιστορία δεν μπορούσα να την κρατήσω άλλο, επειδή γνωστοί της Νικολίας, ήθελαν να την ξαναζήσουν μέσα από του Ερημίτη το στόμα.
Καλό μας μήνα το λοιπόν!!

maroulada είπε...

 Σ' ευχαριστω!!!!!!Δεν εχω να πω κατι αλλο αυτη τη στιγμη!

Δημητρης είπε...

Κι εγώ επισης Μαρουλάδα! Είναι αμοιβαίο, γι' αυτό είναι δυνατό!!
Καλή σου μέρα!!